πυροκεφαλή

πυροκεφαλή
η, Ν
(μηχανολ.) ειδικό τεμάχιο από χυτοσίδηρο, σε σχήμα σφαίρας, το οποίο τοποθετείται στο καπάκι τών πετρελαιομηχανών και ερυθροπυρώνεται με εξωτερική φλόγα με σκοπό να βοηθήσει την ανάφλεξη τού πετρελαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”